- ποριστικός
- -ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ [πορίζω]1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποριστικός — able to supply masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πορισμό ή είναι χρήσιμος για πορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποριστικῶν — ποριστικός able to supply fem gen pl ποριστικός able to supply masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικόν — ποριστικός able to supply masc acc sg ποριστικός able to supply neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαῖς — ποριστικός able to supply fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαί — ποριστικός able to supply fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικοί — ποριστικός able to supply masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικούς — ποριστικός able to supply masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικῇ — ποριστικός able to supply fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστική — ποριστικός able to supply fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)